- σκερτσόζος
- -α, -ο, Νσκερτσόζικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzoso].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκερτσόζος — σκερτσόζος, α, ο και σκερτσόζικος, η, ο 1. χαριτωμένος: Έχει γυναίκα σκερτσόζα. 2. ναζιάρης, αυτός που κάνει σκέρτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυγιστός — ή, ό [λυγίζω] 1. αυτός που μπορεί να καμφθεί, να λυγιστεί, εύκαμπτος 2. λυγισμένος, κεκαμμένος 3. φρ. «κουνιστός και λυγιστός» ή «σειστός και λυγιστός» αυτός που κουνιέται χαριτωμένα, ναζιάρης, σκερτσόζος … Dictionary of Greek
ναζιάρης — α, ικο [νάζι] αυτός που κάνει νάζια, φιλάρεσκος, σκερτσόζος … Dictionary of Greek
σκερτσόζικος — η, ο, Ν [σκερτσόζος] 1. αυτός που κάνει σκέρτσα, που συμπεριφέρεται με φιλαρέσκεια, ναζιάρης 2. αυτός που διακρίνεται για τη χάρη τών κινήσεων, τών γραμμών ή τού περιεχομένου του, χαριτωμένος. επίρρ... σκερτσόζικα με τρόπο σκερτσόζικο … Dictionary of Greek
τσαχπίνης — και τσακπίνης, α, ικο, Ν 1. πονηρός, κατεργάρης 2. σκερτσόζος, ναζιάρης και ερωτιάρης 3. καταφερτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capkin] … Dictionary of Greek